Χαιρετισμοί του Θοδωρή, ανδρός λαοπροβλήτου

 

Το εκτενέστατο αυτό ποίημα (κάπου 340 στίχοι) το σύνθεσε ο Σουρής μέσα σε ελάχιστες μέρες, αφού τα γεγονότα που περιγράφει έγιναν στις 17 και 18 Φεβρουαρίου 1892 και το ποίημα τυπώθηκε στο φύλλο του Ρωμηού που κυκλοφόρησε στις 22 του μηνός. Το ποίημα πιάνει όλη σχεδόν την έκταση της εφημερίδας και κατά την ταπεινή μου γνώμη αποτελεί ένα στιχουργικό tour de force. Αξίζει να προσέξουμε ότι στην παρωδία του ο Σουρής ακολουθεί τη φόρμα του απολυτικίου των χαιρετισμών της Θεοτόκου με εξαιρετική πιστότητα: κάθε μία από τις 24 ενότητες αρχίζει με την ίδια λέξη όπως και το απολυτίκιο ή με παρεμφερή (Άγγελος, Βλέπων αντί για Βλέπουσα, Γνώσιν, Δύναμις κτλ.) και εκ περιτροπής καταλήγει είτε σε αλληλούια είτε σε χαιρετισμό: βέβαια, αντί για χαίρε νύμφη ανύμφευτε εδώ έχουμε χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους στρατηλάτα!

            Δεν έχω πρόχειρες αυτή τη στιγμή τις πηγές που θα μου έδιναν τη δυνατότητα να υπομνηματίσω το ποίημα ώστε να καταλάβει ο σημερινός αναγνώστης ποια είναι τα πρόσωπα που αναφέρονται· ίσως αργότερα να βάλω κάποιες υποσημειώσεις. Πάντως  ελπίζω η έλλειψη εξοικείωσης με τις λεπτομέρειες να μη σας εμποδίσει εντελώς να απολαύσετε τον στιχουργικό οίστρο του Σουρή.

 

 

Χαιρετισμοί του Θοδωρή, ανδρός λαοπροβλήτου

με ψαλτικήν περίεργον και τάξιν αλφαβήτου

 

Άγγελος ήλθ’ εκ της Αυλής την Καθαρή Δευτέρα

του Στρατηλάτη Θοδωρή να κόψει τον αέρα,

κι ο Θοδωρής ενόμισε χωρίς κακό να βάνει

πως ο Καλλίνσκης ήρχετο επίσκεψι να κάνει

κι αμέσως τον ερώτησε αν θέλει κι αγαπά

κανένα θεριακλή καφέ, τσιγάρο και λοιπά,

αλλ’ ο Καλλίνσκης τον καφέ στην πάντα παραιτών

εξίστατο και ίστατο κραυγάζων προς αυτόν:

Χαίρε οπού επίσκεψι δεν ήρθα να σου κάνω,

χαίρε που μ’ έστειλαν εδώ με τρόπο από ’πάνω,

χαίρε οπού σου φέρονται με τόση απονιά,

χαίρε που μου παρήγγειλαν ν’ αδειάσεις τη γωνιά

χαίρε που πάνε σήμερα στον βρόντο τα εγκώμια,

χαίρε οπού του Στέμματος σε τρώνε τα προνόμια,

χαίρε που μόλις τέλειωσε το νέο Καρναβάλι

θέλ’ η Αυλή το γλέντι σου ξυνό να σου το βγάλει,

χαίρε οπού φαντάσματα με το σπαθί κτυπάς,

χαίρε που με τα ρόπαλα και την καμήλα πας,

χαίρε που φίλοι σήμερα θα κλάψουν σεβαστοί

χαίρε που τα κακάρωσες με την Σαρακοστή,

χαίρε που τέτοια ξαφνική επλάκωσε ημέρα,

χαίρε που σ’ εκαθάρισε η Καθαρή Δευτέρα,

χαίρε οπού σου κόβεται η ξακουστή παρλάτα,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτα.

 

Βλέπων ο μέγας Θοδωρής εμπρός τον Γραμματέα

κι ακούσας την παραίτησιν και τ’ άλλα τ’ απευκταία

το τρικαντό επέταξε του πάλαι Βοναπάρτου

και παρευθύς εφόρεσε τον σκούφον του αντάρτου,

και προσκαλέσας Υπουργούς και διαφόρους φίλους

τους είπε τα συμβαίνοντα με μορφασμούς ποικίλους,

εκείνοι δε ακούσαντες τα τρέχοντα στο κόμμα

αμήν και αλληλούια του είπαν μ’ ένα στόμα.

 

Γνώσιν λαβόντες άμεσον προσέτρεξαν οι φίλοι

με όψιν ως σουδάριον και κάτωχρα τα χείλη,

κι ο Κάββας ανεβόησε στον Στρατηλάτην πρώτος

κατάπληκτος στο άκουσμα τοιούτου γεγονότος.

Χαίρε που τέτοιο ξαφνικό το πήρα εις τ’ αστεία,

χαίρε που πάλι αρχινά η πρώτη μας νηστεία,

χαίρε που πάλι θα γενείς του Σούτσου Οδοιπόρος,

χαίρε που δεν ωφέλησε κι ο ένας κι άλλος φόρος,

χαίρε με τον Θανόπουλο και με τον Κορομάντζο,

χαίρε που δεν προσμέναμεν τέτοιας λογής ρομάντζο,

χαίρε οπού τριγύρω σου μας βλέπεις όλους κλαίοντας

χαίρε οπού την έπαθες σαν μέγας Ναπολέοντας,

χαίρε που τέτοιο Βατερλώ δεν ήλπιζες ποτέ σου,

χαίρε οπού τα σάστισαν οι τόσοι Βουλευταί σου,

χαίρε που τ’ ανακάτωσες και τάκανες σαλάτα,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτα.

 

Δύναμις επεσκίασε τον Θοδωράκη τότε,

προσήλθον δε εις την Βουλήν ακμαίοι πατριώται,

και απαρτία έγινε με βουλευτάς ογδόντα

και πρόσωπα καπνοφαντών παρήσαν ωχριώντα,

κι επί το βήμα έδραμε ο Θοδωράκης νήφων

κι εκ της Βουλής εζήτησεν εμπιστοσύνης ψήφον,

κι εκείνοι του την έδωσε κι εσείσθησαν οι θόλοι

και πάλιν αλληλούια οι φίλοι τού’παν όλοι.

 

Έχων ο Πρωτοκάθεδρος την πλειονοψηφίαν

και παρακολουθούμενος από την συντροφίαν

ενόμιζε ότι κρατεί τον Πάππ’ από τα γένεια

κι επήγαινε στο σπίτι του χωρίς μεγάλη έννοια

και μερικοί εγκάθετοι τον σήκωσαν στον ώμο

και της καρότσας τ’ άλογα εξέζεψαν στο δρόμο

και με φωνές κι αλαλητό εζεύτηκαν εκείνοι

κι αυτό τον Ναπολέοντα πολύ τον συνεκίνει,

και φθάσας εις το σπίτι του με όλο το Κορδόνι

αυτοστιγμεί ξεσκούφωτος εβγήκε στο μπαλκόνι

κι ο Καλησπέρης ο σαχλός προσείπε τα εικότα

με το καπέλο το ψηλό και με τη ρεδιγκότα.

Χαίρε οπού κατόπιν σου κι ο Καλησπέρης τρέχει,

χαίρε που είναι συννεφιά και άρχισε να βρέχει,

χαίρε που η φαλάκρα σου εξ ύψους καταβρέχεται,

χαίρε που το κεφάλι σου σταγόνας δρόσου δέχεται,

χαίρε που το καπέλο σου σού δίνουν να το βάλεις

και συ μακράν σου το πετάς κι αδιακρίτως ψάλλεις,

χαίρε που το καπέλο σου ανάγκη να φορέσεις

μην έξαφνα συναχωθείς και στο κρεβάτι πέσεις,

χαίρε που διόλου η βροχή δεν σκιάζει τον βρεγμένο,

χαίρε που το καπέλο σου να βάλεις επιμένω,

χαίρε που σ’ εχαντάκωσαν του θρόνου οι Θερσίται,

χαίρε που σ’ εξεθέωσαν οι δεκατρείς μεσίται

χαίρε που σου πρέπει σίγουρα να μην παραιτηθείς

χαίρε που όπως έπαυσες τους άλλους θα παυθείς

χαίρε που τον Θανόπουλο θα παύσουν και τον Κάββα,

χαίρε που πάλι φαίνεται πως λάκκο έχ’ η φάβα,

χαίρε που πρέπει του Μωρηά να δοξαστεί ο γέρος,

χαίρε που πρέπει τώρα πια να γίνεις Ροβεσπιέρος,

χαίρε που πρέπει σαν νταής να κάνεις στο μουμέντο

ένα σπουδαίο κίνημα και προνουντσιαμέντο,

χαίρε που ξαναγέμισε μ’ αντάρτες κάθε στράτα,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτα.

 

Ζάλην παθών ο Θοδωρής συλλογισμών ποικίλων

το πλήθος εβεβαίωσε λυσσώντων μαντροσκύλων

πως παίρνει όλον τον λαόν στη δυνατή του ράχη

κι όταν αυτό το φόρτωμα οπίσω του σηκώνει

κάθε μεσίτης βδελυρός τύφλες και μούντζες νάχει

κι εμπρός του μηδενίζονται τα Στέμματα κι οι θρόνοι.

Και άλλα ήθελε να πει γρονθοκοπών το στήθος

μα τρίτον αλληλούια εφώναξε το πλήθος.

 

Ήκουσε δε κι ο Φασουλής τον λόγον τον μεγάλον

και παρευθύς προσέδραμε αντάρτου ξίφος πάλλων,

και θεωρεί περίλυπος τον άμωμον αμνόν

και τον παυθέντα ήρχισε προς λύραν εξυμνών:

Χαίρε οπού ανέλπιστη επήρες κουτρουβάλα,

χαίρε που παίρνεις τον λαόν στο σβέρκο σου καβάλα,

χαίρε που τόσα τρόπαια επήγαν στα χαμένα,

χαίρε οπού φορτώνεσαι στη ράχη σου κι εμένα,

χαίρε που με το βάρος μας χορεύεις σαν καμήλα,

χαίρε που τόσα στόματα αλάλαξαν στωμύλα,

χαίρε που εκεραύνωσες και τον Συγγρό το Χιώτη,

χαίρε που τον απέδειξες κι αυτόν Ισκαριώτη,

χαίρε που τον σκυλόβρισαν οι καπνοφάνται όλοι

πρωτοστατούντος εις αυτό γνωστού σου καπνοπώλη,

χαίρε οπού κατάφεραν με τον Γεωργιάδη

να φύγει ο διαβόντρου γιος τρεχάτος σαν ζαρκάδι

χαίρε οπού ξερόβηχαν κλητήρες μυστικοί

και πάντες οι εγκάθετοι σαν νάταν φθισικοί,

χαίρε οπού μας ηύφραινε των ποδαριών η βόχα,

χαίρε που τους χρειάζεται άλτια και μολόχα,

χαίρε που τους χρειάζεται και Χιώτικη μαστίχα,

χαίρε οπού τους έκοψαν μια και καλή το βήχα,

χαίρε οπού τα μέλλοντα πολλές φορές σου τά’ πα

χαίρε οπού σου τίναξαν τη ρώσική σου κάπα,

χαίρε που πάλι σ’ έριξαν με μηχανορραφία,

χαίρε που πέφτεις πάντοτε με πλειονοψηφία,

χαίρε που πάλι τάβαλες μαζί με το Παλάτι,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτη.

 

Θεόδωρον γεραίροντα οι φίλοι τον σωτήριον

πεζοί τον ηκολούθησαν έως στο Βουλευτήριον,

κι ως λύχνον αίροντες αυτόν εν πλήρει μεσημβρία

ως Άνακτα τον έψαλαν με θούρια μυρία,

και φθάσαντες τον άφθαστον και μερικοί απόντες

και πάλιν αλληλούια εχάρησαν βοώντες.

 

Ιδού εκείνος έκραξαν οι παίδες των Χαλδαίων,

οπού θα φάγει τον Συγγρό και κάθε Ιουδαίον,

κι αυτόν νοούντες κύριον πανίσχυρον κι απόλυτον

τοιαύτα συνεβόησαν στον Θοδωράκη όλοι των.

Χαίρε οπού σ’ ανοίγομεν τας φλογεράς αγκάλας,

χαίρε που ρήτωρ φύτρωσε κι ο Θεσσαλός ο Δάλλας,

χαίρε που κι ο Λεβίδης μας, το πρώτο σου αηδόνι,

στο βήμα εκελάδησεν πολλά για το Κορδόνι,

χαίρε που πάλι άρχισε τα δόντια του να τρίζει

και δεξιά κι αριστερά μπαρούτι μας μυρίζει,

χαίρε που κι ο Παλάσκας σου εβγήκε μες στη μέση

και στον αέρα τίναξε το κόκκινό του φέσι,

χαίρε που κι ο Ζαρίμπας σου δεν κάνει χωρατά

κι έβγαλε το λαρύγγι του με τα ξεφωνητά,

χαίρε που είσαι το ψωμί της νηστικής αγέλης

και Βασιλεύς μας θα γενείς κι αν θέλεις κι αν δεν θέλεις,

χαίρε οπού τ’ Ανάκτορα εκ βάθρων θα κινήσομεν,

χαίρε που κι Αυτοκράτορα θα σε χειροκροτήσομεν,

χαίρε που θα τρομάξομεν στην πτήσιν τον Ικάριον

κι αυτόν τον Τσελεπίτσερη θα δούμε Καγκελάριον,

χαίρε οπού στα χέρια μας ψηλά θα σε σηκώσομε

και το ψηλό καπέλο σου θα κατατσαλακώσομε,

χαίρε που πέφτουν κανονιές καθ’ όλη την Ελλάδα

γεμάτες από ταραμά, κουκιά και φασουλάδα,

χαίρε που βλέπεις γύρω σου καθένα ενεόν,

χαίρε γενναία γενεά γενναίων γενεών,

χαίρε που στέκουν στο φτερό τα τόσα σου φουσάτα,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτα.

 

Κήρυκες έτρεχαν πολλοί και μάντεις θεοφόροι

κι εσάλπιζαν εις πάσαν γην, εις θάλασσαν και όρη

πως ο γνωστός υπόδικος στ’ Ανάκτορα εκλήθη

κι έψαλαν αλληλούια και της Ελιάς τα πλήθη.

 

Λάμψας ο λαοπρόβλητος με ψήφους εκατόν

του σκάφους το πηδάλιον επέμενε ζητώνμ

ημείς δε σκούφους παρδαλούς φορούντες Αρλεκίνων

με τουμπελέκι και ζουρνά βοώμεν προς εκείνον.

Χαίρε που στο νερόμυλο το σύνταγμα μάς άλεσε,

χαίρε που τον υπόδικον ο Βασιλεύς εκάλεσε,

χαίρε που άχρους ήθελε Κυβέρνησις να γίνει

και άρχισε το κόμμα του να ξεροκαταπίνει,

χαίρε που έστεκε κι αυτός με τρίχας ορθωμένας

κι έτρωγε τα μανίκια του με τας δεδηλωμένας,

χαίρε που τα κατάφερε και ο Μυλόρδος σκούρα

κι ο θρόνος τον συμβούλευσε να κάμει λίγη κούρα,

χαίρε οπού οι Λόρδοι του στην πρώτη μένουν λόρδα

και στεφανώνονται κι αυτοί με σέσκουλα και σκόρδα,

χαίρε που χύνονται μυαλά ωσάν αυγά μελάτα,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτα.

 

Μέλλοντος πάλιν κυβερνάν ενός απατεώνος

εις την χρεωκοπήσασαν κοιλάδα του κλαυθμώνος,

εμπρός σου έρχονται σκυφτοί και γέροντες και βρέφη

και ψάλλουν αλληλούια με Τουρκογύφτου ντέφι.

 

Νέαν ζητών ο Βασιλεύς διέξοδον να εύρει

και βλέπων κι ο Χαρίλαος πως άπλωσε αλεύρι

με το φανάρι έτρεχε προς Κυβερνήτου θήραν,

υμείς δε ταύτα ψάλλοντες φωνάζομεν προς λύραν.

Χαίρε οπού κατέπαυσε των προδοτών ο λήρος

κι επί τον Κωνσταντόπουλον επέλαχεν ο κλήρος,

χαίρε που είχε κόψιμο εκείνη την ημέρα

γιατί πολύ τον πείραξε η Καθαρά Δευτέρα,

χαίρε που σήμανε γι’ αυτόν βασιλική καμπάνα

την ώρα όπου έπινε σιναμική και μάνα,

χαίρε που σαν επάτησε στ’ ανάκτορα το πόδι

του πέρασε το κόψιμο κι όλα τα είδε ρόδι,

χαίρε που κι ο Φιλάρετος καθώς επήγ’ εκεί

επέταξε τη σκούφια του τη δημοκρατική,

χαίρε που για ζητήματα και λόγους απορρήτους

κι ο Παππαμιχαλόπουλος εμούντζωσε τους τρίτους,

χαίρε που είπε και σ’ αυτούς ο Βασιλεύς σπολλάτη

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτη.

 

 

Ξένον εφάνη το συμβάν στων τρίτων την χορείαν

και είπαν αλληλούια κι εκείνοι μ’ απορίαν.

 

 

Όλος ο κόσμος έτρεχε και ήτον άνω κάτω

και πόλεμος εμφύλιος στην πόλιν εμυκάτο,

ο δε Μεγαλειότατος μετά χρυσής πορφύρας

την αρχηγίαν του Στρατού ανέλαβε εις χείρας

κι ηκούσθη λέγουσα φωνή μετά βοής μεγάλης…

Χαίρε οπού εξύνισε τα μούτρα του κι ο Ράλλης

χαίρε που τέτοιο ξαφνικό δεν ήλπιζε κανείς

και πιο πολύ κιτρίνισε και ο γερο-Λεμονής

χαίρε που πρόσκλησιν κι οι δυο επρόσμεναν ματαίως,

χαίρε οπού εθέρισε τους τρίτους τεταρταίος,

χαίρε που ένιψαν κι αυτοί τας χείρας ως Πιλάτοι,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτη.

 

 

Πάσαν την φύσιν μελανή εκάλυψε νεφέλη,

ο δε αστράπτων Θοδωρής εν φόβω εξεπλάγη

ιδών τον Κωνσταντόπουλον την παύσιν να του στέλλη

κι εις νέον αλληλούια με γόους εξερράγη.

 

 

Ρήτορας ήκουσε πολλούς η πόλις πολυφθόγγους

και θρόνων αναθέματα και Κορδονάτων βόγγους

και πας λαός εβόησε με παγωμένον αίμα…

Χαίρε που κόντρα, Θοδωρή, επήγες εις το Στέμμα,

χαίρε οπού η γλώσσα σου ως πέλεκυς κτυπά

και ο Λιμπρίτης ξιφουλκεί κατά του Μαστραπά,

χαίρε που έβλεπα κι εγώ μετά των άλλων χαίρων

να ξιφουλκούν κατώτεροι κατά των ανωτέρων,

χαίρε οπού εκοίταζε αυτό το πανηγύρι

ο Βασιλεύς φαμελικώς από το παραθύρι,

χαίρε που έγινε καθείς της πειθαρχίας μάρτυς,

χαίρε που πίστεψες κι εσύ πως είσαι Βοναπάρτης,

χαίρε οπού επρόσταζες μες στο πολύ σου χάλι

να συλληφθεί ο Μαστραπάς με τον Μαυρομιχάλη,

χαίρε που φώναζαν πολλοί «μωρέ μα τ’είναι τούτα;»

χαίρε που έπεσαν σπαθιά ολόχρυσα στη Βούτα,

χαίρε που στον Ανεύθυνον δεν έκυπταν ακόμη

και οι φρουροί της τάξεως, κλητήρες κι αστυνόμοι,

χαίρε οπού καθένας των εξόρμα λυσσαλέος

εις τους ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Βασιλέως,

χαίρε οπού το καύκαλον καμπόσων ετσακίσθη

κι ως καταπέτασμα ναού εις δύο εχωρίσθη,

χαίρε που έφαγε δυο τρεις και η δική μου πλάτη,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτη.

 

 

Σώσαι ποθών ο Βασιλεύς τον κόσμον εξ αιμάτων

κι εκ της καταδιώξεως αιμοχαρών σπαθάτων,

το τρομερόν εφούκτωσε της τιμωρίας κνούτον

και πάντες αλληλούια εκραύγασαν προς τούτον.

 

 

Τείχος εστήθη άρρηκτον εμπρός των Ανακτόρων

εξ ευαρμάτων οπλιτών σωμάτων διαφόρων,

τους δε μεσίτας έσκιαζαν τοιαύτα γεγονότα

κι ηλάλαζαν περιδεείς συσφίγγοντες τα νώτα.

Χαίρε καμηλοπόδαρε και μακροκυκλολαίμη,

που σταματά την δόξαν σου και Ουλεμά καλέμι,

χαίρε που ξαναβρώμησαν των ανταρτών τα λάβαρα,

σαν άπλυτες βλαχόκαλτσες και βρωμισμένα χάβαρα,

χαίρε που πάλιν μαχητής Παλάβρας ανεφάνης,

χαίρε που ξύλο κόψαμε κι εβγήκε Δεληγιάννης,

χαίρε που τα χρειάστηκαν κι οι ξένοι για το πέσιμο,

χαίρε που στα γεράματα κατήντησες για δέσιμο,

χαίρε που πλιάτσικα ζητούν κλεφτών καπετανάτα,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτα.

 

 

Ύμνος ουδείς προς τρόπαια τοιαύτα εξαρκέσει

κι ολίγου δειν πηγαίναμε στο διάβολο πεσκέσι,

πλην λυτρωθέντες των δεινών και του φρικτού αγώνος

οι πάντες αλληλούια φωνάζουν ομοφώνως.

 

Φως ιλαρόν κοιτάζοντες τα σκότη διαλύσαν

γεραίρομεν την έξαλλον του Θοδωράκη λύσσαν.

Χαίρε που μόλις έσπασε το άσπαστο Κορδόνι

μία δραχμή κατέβηκε και το Ναπολεόνι,

Χαίρε Καπνάκια καψερέ, των καπνεμπόρων φόλα,

χαίρε που μας εζήτησες τ’ ασπρόρουχά μας όλα,

χαίρε που θα τα κόρδωναν πολλοί εξ ατροφίας

και συ ακόμα θά’λεγες για μηχανορραφίας,

χαίρε που θα κατάφερνες, Γορτύνιε σοφέ,

κι αυτού του Βασιλεύοντος να κόψεις τον λουφέ,

χαίρε που τα ταμεία σας του χρόνου προϊόντος

σφραγίς θα τα εσφράγιζε προφήτου Σολομώντος,

χαίρε οπού την έπαθε κι ο Δεληγιώργης τώρα,

χαίρε που τον παρέσυρε των ανταρτών η μπόρα,

χαίρε που ήλθε στον βωμόν της ανταρσίας θύων

κι ο προσφιλής ανεψιός μιμούμενος τον θείον,

χαίρε που μετενόησαν οι φίλοι Κιγκινάτοι

όσοι τους Βρούτους έκαμαν στου θρόνου το γινάτι,

χαίρε που τώρα λησμονούν τα τόσα των σεκλέτια

και παν στον Κωνσταντόπουλο να κλάψουν για ρουσφέτια,

χαίρε που σ’ άφησαν κι αυτοί για να τσιμπήσουν κάτι

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτη.

 

 

Χάριν ζητών αμαρτιών μεγάλων και αρχαίων

ο υμνηθείς με Μολοσσόν, σπονδείον και τροχαίον,

ο μονοκόκκαλος σωτήρ και γίγας των γιγάντων,

ακούει αλληλούια παρά πασών και πάντων.

 

 

Ψάλλω τον λαοπρόβλητον εις την διαπασών

το βόμβαρδον και φλούγκελχορν με δύναμιν φυσών.

Χαίρε που σήμερα και συ γιορτάζεις τ’ όνομά σου,

χαίρε οπού περίλυπος θρηνολογώ σιμά σου,

χαίρε που τώρ’ αντί ευχών και ρόδων και παιάνων

μοιρολογώ την παύσιν σου μετά ξηρών λαχάνων,

χαίρε που Φαρμακόπουλοι τριγύρω παραστέκουν

και κάλτσες χειμωνιάτικες από μαλλί σού πλέκουν,

χαίρε που εξατμίσθησαν θυμιαμάτων κνίσσαι

κι ένας κολοκυθόσπορος για πάσσα τέμπο είσαι,

χαίρε λαμπρέ Θεόδωρε, Θοδώρα, Θοδωράκη,

χαίρε Αριστογείτονος εγγόνι και τσιράκι,

χαίρε το καταφύγιον των πολεμάρχων όλων,

χαίρε δεινέ πολέμιε ειρηνικών συμβόλων,

χαίρε ο δράκους δρασκελών μ’ ευρυσκελείς σκελέας

και πομφολύζων κεφαλάς με περικεφαλαίας,

χαίρε ο κρύπτων στας πτυχάς της νυκτικής σου ρόμπας

σουγιάδες, δόρατα, σπαθιά, καψούλια, σκάγια, μπόμπας,

χαίρε βεργόλιγνο κορμί ανδρός υπερυψήλου,

χαίρε ο χείρας κρεουργών για πήδημα του ψύλλουμ

χαίρε ο μ’ εκθαμβώνοντας θριάμβους εκθαμβών,

χαίρε ο βομβαρδίνια και βόμβαρδα βομβών,

χαίρε που πάντα δαπανάς το αίμα σου ασώτως,

χαίρε που σ’ όλους φαίνεται στο τέλος Δον-Κισσώτος,

χαίρε στολή των Λαγκαδιών και γηραιά ελάτη,

χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτη.

 

Ώ Θοδωρή πανύμνητε, ο χόρτα συχνοτρώγων,

υπείκων στον ορθότατον του Βασιλέως λόγον,

ρύσαι ημάς εξ ανταρτών και πάσης αηδίας

ν’ ακούσεις αλληλούια εξ όλης μας καρδίας.

 

 

Τω υπερμάχω στρατηγώ πομπώδη νικητήρια

ως λυτρωθέντες των λιμών θερμά ευχαριστήρια.

 

Αλλ’ όμως έχοντες με σε το κράτος απροσμάχητον

οι Κορδονάτοι του λοιπού ας τρίβουν το στομάχι των.

 

Εκ των παντοίων στάσεων τας πόλεις ελευθέρωσε

κι ως ασκητής στην Κηφισιά τον βίον αφιέρωσε.

 

Διό φωνάζουν νηστικοί, φωνάζουν και χορτάτοι:

«χαίρε λιγνέ κι ανύμφευτε του κράτους Στρατηλάτη.»

 

 

Επιστροφή