1787



Το 1787 ξεκινάει με ταξίδι. Στις 8 Ιανουαρίου ο Μότσαρτ και η Κονστάνς ξεκινούν για την Πράγα. Φτά­νουν στις 11 του μήνα σε μια πόλη που έχει κυριευθεί από τρέλα για τον Φίγκαρο: οι άριες τραγουδιούνται στους δρόμους, οι αμαξάδες σφυρίζουν το «Non piu andrai», τα ζευγάρια χορεύουν στη μουσική της όπερας του Μότσαρτ. Στις παραστάσεις που παρακολουθεί η διευθύνει, ο συνθέτης αποθεώνεται και στο τέλος αυτοσχεδιάζει πολλήν ώρα στο πιάνο. Δίνει και μια συναυλία με ηγεμονική αμοιβή, χίλια φλορίνια. Ο διευθυντής του θεάτρου του δίνει παραγγελία για μια νέα όπερα, για τον Οκτώβριο: θα είναι ο Ντον Τζιοβάνι. Ο Μότσαρτ γιορτάζει τα τριάντα ένα του χρόνια ευτυχής και παίρνει το δρόμο του γυρισμού όλος χαρά.

 

Στη Βιέννη όμως τον περιμένει η θλίψη: μαθαίνει το θάνατο του νεαρού φίλου του, του κόμη Χάτσφελντ, αποχαιρετά. την αγαπημένη, τη Νάνσυ Στόρας, που γυρίζει στην Αγγλία, βλέπει ότι δεν ευδοκιμούν οι προσπάθειες του να δώσει συναυλίες. Στις 11 Μαρτίου γράφει το περίφημο και θλιβερότατο Ρόντο για πιάνο σε λα ελάσσονα (Κ. 511). Στις 4 Απριλίου πληροφορείται ότι ο πατέρας του είναι βαριά άρρωστος· «ο θάνατος είναι ο πραγματικός σκοπός της ζωής μας», του γράφει, περιμένοντας το χειρότερο. Σε δύο κουιντέτα εγχόρδων που γράφει (Κ. 515 και 516) καθρεφτίζεται η λύπη που τον διακατέχει.

 

Τον Απρίλιο φτάνει στη Βιέννη ένας νεαρός που σπουδάζει μουσική, κάποιος Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Σύμφωνα με το μύθο, ο Μότσαρτ έδωσε μαθήματα στον Μπετόβεν και προφή­τεψε ότι μια μέρα όλος ο κόσμος θα μιλά γι' αυτόν. Απόδειξη για τη συνάντηση αυτή ανάμεσα στους δυο γίγαντες της μου­σικής δεν υπάρχει, ωστόσο. Στις 23 Απριλίου αναγκάζεται να αφήσει το πολυτελέστατο διαμέρισμα της Σούλερστράσσε για ένα άλλο, στο προάστιο Λαντστράσσε, σαφώς φτηνότερο. Συνετή κίνηση, αλλά και σημάδι των δύσκολων καιρών...

 

Ο Μότσαρτ ζητάει από τον ντα Πόντε να του γράψει το λιμπρέτο του Ντον Τζιοβάνι. Αυτός έχει ήδη ανειλημμένες υποχρεώσεις, αλλά δεν αρνείται: κλεισμένος στο δωμάτιο του όλη μέρα, με συντροφιά μια μπουκάλα Τοκάυ και μια σακούλα ισπανικό καπνό, με την περιποίηση μιας δεκαεξάχρονης που «πολύ θα ήθελε να την αγαπάει σαν κόρη του, αλλά...», γρά­φει το πρωί ένα λιμπρέτο για τον Μαρτίν, το απόγευμα άλλο για τον Σαλιέρι και το βράδυ ένα τρίτο για τον Μότσαρτ. Μέ­σα σε δύο μήνες θα κατορθώσει να γράψει ένα λιμπρέτο που θεωρείται από πολλούς το καλύτερο στην ιστορία της όπερας και δύο άλλα απλώς εξαιρετικά!

 

Στις 28 Μαΐου, ο Λεοπόλδος, ενώ πήγαινε καλύτερα, πε­θαίνει — σχεδόν ξαφνικά. Δεν έχουμε ασφαλή ντοκουμέντα για την αντίδραση του Μότσαρτ, ενώ, κάπως απρόσμενα, η πρώτη του σύνθεση μετά το θάνατο του πατέρα του είναι το κωμικό­τερο ίσως κομμάτι του, το «Ένα μουσικό αστείο» (Κ. 522), στο οποίο παρωδεί τους μουσικούς του χωριού. Ακολουθεί η ανταλλαγή θλιβερά τυπικών επιστολών με την αδελφή του, για τη ρύθμιση των κληρονομικών (ο Μότσαρτ πήρε χίλια φλορίνια) και το καλοκαίρι περνάει με τη δουλειά για τον Ντον Τζιοβάνι. Όχι χωρίς διακοπές ωστόσο: έτσι τον Αύγου­στο ο Μότσαρτ συνθέτει ένα από τα γνωστότερα έργα του, την περίφημη Μικρή νυχτερινή μουσική (Κ. 525). Και το Σεπτέμβριο, ο θάνατος θα χτυπήσει για μια ακόμα φορά: πεθαί­νει ο παλιός φίλος του δρ. Μπαριζάνι, ο οικογενειακός του γιατρός.

 

Αρχές Οκτωβρίου ο Μότσαρτ φτάνει στην Πράγα μαζί με την έγκυο Κονστάνς, έχοντας συνθέσει σχεδόν ολόκληρη την όπερα του (λείπει η εισαγωγή), ενώ ο ντα Πόντε βρίσκεται ήδη εκεί. Στην Πράγα όμως βρίσκεται και κάποιος άλλος, ένα υπαρκτό πρόσωπο που έγινε ωστόσο το ίδιο μυθικό όπως και ο Ντον Τζιοβάνι: ο Τζιάκομο Καζανόβα. Ο μύθος θέλησε τον Μότσαρτ, τον ντα Πόντε και τον Καζανόβα να συζητούν στα καφενεία της Πράγας την πλοκή του έργου, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον δεν συνέβη· άλλωστε ο ντα Πόντε — που γνώ­ριζε πράγματι τον Καζανόβα — είχε ο ίδιος επαρκή πείρα επί των θεμάτων αυτών. Το γεγονός είναι ότι, παρόλο που η πρε­μιέρα της όπερας δόθηκε δεκαπέντε μέρες αργότερα απ' το προγραμματισμένο, ο Μότσαρτ ολοκλήρωσε την εισαγωγή τα ξημερώματα μόλις της πρεμιέρας, σε ένα ξενύχτι που έμεινε ιστορικό! Λέγεται μάλιστα ότι όταν οι παρτιτούρες (που έπρε­πε πρώτα να αντιγραφούν σε πολλά αντίγραφα) έφτασαν στους μουσικούς, το μελάνι δεν είχε προφτάσει να στεγνώσει. Ούτως ή άλλως, στις 29 Οκτωβρίου 1787, το κοινό της Πρά­γας αποθέωσε τη μεγαλύτερη ίσως όπερα στην ιστορία της μουσικής, τον Ντον Τζιοβάνι.

 

Οι ευγενείς της Πράγας προσπαθούν σκληρά να κρατήσουν κοντά τους τον Μότσαρτ, τουλάχιστον για λίγους μήνες, με δελεαστικές προτάσεις. Αυτός φαίνεται αμετάπειστος. Βιάζε­ται να γυρίσει στη Βιέννη, επειδή ο Γκλουκ είναι ετοιμοθά­νατος και οι μνηστήρες της θέσης του αφθονούν. Επιστρέφει τη μέρα του θανάτου του Γκλουκ. Τρεις βδομάδες αργότερα, στις 7 Δεκεμβρίου, με διάταγμα του αυτοκράτορα Ιωσήφ, ο Μότσαρτ παίρνει τη θέση του εκλιπόντος ως «Συνθέτης της Αυτοκρατορικής και Βασιλικής Αυλής». Πολύ ηχηρό, αλλά ενώ ο Γκλουκ είχε δύο χιλιάδες φλορίνια μισθό, ο Μότσαρτ θα πρέπει να αρκεστεί στα 800 — που βέβαια είναι μισθός πολύ καλός και, το κυριότερο, μια σίγουρη πηγή εισοδήματος τώρα που το κοινό της Βιέννης τον αποφεύγει.

 

Το Δεκέμβρη, ο Μότσαρτ μετακομίζει πάλι, τώρα στο κέν­τρο της πόλης. Ίσως για οικονομία, αφού το νέο διαμέρισμα είναι ακόμα φτηνότερο — αν και τα έξοδα της μετακόμισης ήταν τότε πολύ μεγάλα. Το 1787, χρονιά που σημαδεύτηκε από τόσους θανάτους προσφιλών προσώπων, κλείνει με μια γέννηση· στις 27 Δεκεμβρίου η Κονστάνς φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι, τη Θηρεσία.