Το τριπλό φάουλ, ή: αφού σας ζαλίζει γιατί επιμένετε;

 



Ξεκινώντας, μια επισήμανση: παραδέχομαι πως το σημείωμα αυτό οριακά μόνο εντάσσεται στο "Νεοκαθαρευουσιάνικο Κοτσανολόγιο", μια και αφορά βεβαίως κοτσάνα αλλά ακριβώς καθαρευουσιάνικη κοτσάνα. Επειδή όμως το φαινόμενο της λατινογραφής δάνειων λέξεων και κύριων ονομάτων μαρτυράει εκζήτηση και αρχοντοχωριατιά, καθώς και περιφρόνηση της λαϊκής γλώσσας και χρήσης, στοιχεία που είναι επίσης χαρακτηριστικά του νεοκαθαρευουσιάνικου ρεύματος, πιστεύω πως έχει τη θέση του εδώ. Άλλωστε δεν έχω άλλο κοτσανολόγιο...



Διαβάζω στην Ελευθεροτυπία για την αξιέπαινη χειρονομία ενός ζευγαριού Ελλήνων, που προσέφεραν ένα πολύ σημαντικό ποσό στο πανεπιστήμιο Γέιλ, προκειμένου να δημιουργηθεί μια σειρά μεταφρασμένης (στα αγγλικά) πεζογραφίας και ποίησης με εκλεκτά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας –μεταξύ άλλων και της Κικής Δημουλά. Διαβάζω μεταξύ άλλων δηλώσεις του διευθυντή των πανεπιστημιακών εκδόσεων που χαρακτηρίζει «είδος λογοκρισίας» τη δυσκολία να εκδοθούν μεταφρασμένα έργα· και χαίρομαι επειδή στην (φτωχότερη ή πλουσιότερη, τάχα;) Ελλάδα δεν χρειάζονται χορηγίες και δωρεές για να κυκλοφορήσουν έργα έστω του Ουμπέρτο Έκο, έστω κι αν καμιά φορά γκρινιάζουμε για τις μεταφράσεις.

 

Επειδή όμως έχω μανία να μη στέκομαι στην ουσία, θα γκρινιάξω για μια φρασούλα που διάβασα στο ρεπορτάζ και με έκανε να θυμώσω και να γελάσω. Βλέπω λοιπόν ότι ο δωρητής, πέρα από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, «είναι, τέλος, συλλέκτης έργων τέχνης, γνώστης της γαστρονομίας και chomelier». Υποστηρίζω ότι η φράση αυτή περιέχει ένα τριπλό φάουλ. Ας εξηγηθώ.

 

Πρώτον, με ενοχλεί που η καλή δημοσιογράφος θεώρησε απαραίτητο να γράψει με το λατινικό αλφάβητο τον σομελιέ. Αλλά πριν ενοχληθώ, σκέφτομαι ότι ο καθόλα αξιόλογος δωρητής έχει πολλές αρετές, αλλά σομελιέ δεν είναι. Δεν είναι, επειδή το να είσαι σομελιέ είναι επάγγελμα, δεν είναι σκέτο χόμπι. Ο σομελιέ είναι ο εργαζόμενος του εστιατορίου που ξέρει απέξω κι ανακατωτά μας συμβουλεύει ποιο κρασί ταιριάζει με κάθε πιάτο, παινεύει τα χαρακτηριστικά της κάθε ποικιλίας και βγάζει από την τσέπη του ανοιχτήρια για να ανοίξει τα πανάκριβα μπουκάλια και να μας σερβίρει το κρασί· στα μεγάλα εστιατόρια υπάρχει πότε-πότε ειδικός σομελιέ και για τα τυριά ή τα πούρα, άλλοτε πάλι το ρόλο αυτό τον αναλαμβάνει ο σομελιέ των κρασιών. Αφού ο σομελιέ είναι επάγγελμα, έστω και υψηλού γοήτρου, ο δωρητής της ιστορίας μας δεν μπορεί να είναι σομελιέ, διότι δεν φαντάζομαι να πηγαίνει τα βράδια μετά την κυρίως δουλειά του σε κάποιο καλό εστιατόριο, να φοράει κοντό σακάκι και να εξυπηρετεί πελάτες. Μπορεί να είναι λάτρης των καλών κρασιών, βαθύς γνώστης των καλών κρασιών, ρέκτης, μυημένος, οινογνώστης, ό,τι θέλετε άλλο, αλλά όχι σομελιέ. Ερασιτέχνης σομελιέ, το πολύ-πολύ. Όπως δεν είναι άλλωστε «κηπουρός» όποιος ασχολείται ερασιτεχνικά με την κηπουρική, κι ας κάνει θαύματα στον κήπο του.

 

Δεύτερο, και επανέρχομαι, με ενοχλεί όπως είπα ότι η δημοσιογράφος αυτή την ξένη, δάνεια λέξη θεώρησε καλό να τη γράψει με το λατινικό αλφάβητο. Για ποιο λόγο άραγε; Μήπως είναι κάποιος ειδικός όρος που θα πρέπει να ανατρέξουμε στη βιβλιογραφία; Όχι. Μήπως είναι κάποιο εξωτικό κύριο όνομα που δεν ξέρουμε πώς προφέρεται, οπότε μπροστά στον κίνδυνο να πέσουμε έξω το αφήνουμε λατινόγραπτο κι αφήνουμε τον αναγνώστη να βγάλει το φίδι από την τρύπα; Όχι βέβαια. Τότε; Γιατί να γράψει με λατινικό αλφάβητο τον σομελιέ; Από εκζήτηση και αρχοντοχωριατιά, λέω εγώ. Η αλήθεια είναι ότι οι εφημερίδες ήταν το τελευταίο προπύργιο μπροστά στη λατινογραφή των κυρίων ονομάτων, και σ’ ένα βαθμό ακόμη αντιστέκονται ενώ π.χ. τα περιοδικά και τα βιβλία έχουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ενδώσει. Χρησιμοποιώ όρους πολεμικούς και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να παρεξηγηθώ, ότι η αντίθεσή μου στη λατινογραφή υπαγορεύεται από γλωσσικό εθνικισμό· όμως το ανακάτεμα δυο γλωσσών και δυο αλφαβήτων στο ίδιο κείμενο διασπά την προσοχή του αναγνώστη και καταστρέφει τον ειρμό, γι’ αυτό το θεωρώ εγκληματικό στη λογοτεχνία και προσπαθώ να το αποφεύγω σε άλλα κείμενα.

 

Τρίτο και φαρμακερό, όμως. Έστω ότι η καλή κυρία δημοσιογράφος (στην οποία επίσης οφείλουμε τον τύπο η αποδέκτις στον οποίο έχω αφιερώσει παλιότερο σημείωμα) έκρινε πως ο δωρητής είναι όντως σομελιέ, και έστω πως αισθάνθηκε υποχρεωμένη να το γράψει γαλλικά. Δεν μπορούσε η ευλογημένη να το γράψει σωστά; Διότι, βρε παιδιά, αν είναι μια φορά κωμικό να γράφετε στα ξένα μια λέξη που έχει πια, στο κάτω-κάτω, σχεδόν πολιτογραφηθεί στα ελληνικά, είναι δέκα φορές κωμικό και τραγικό να τη γράφετε λάθος και μάλιστα εντελώς λάθος –όχι ότι ξέφυγε καμιά σιρκονφλέξ, της αλλάξατε τα φώτα της λέξης. Στα γαλλικά ο σομελιέ γράφεται sommelier, όχι chomelier όπως ήθελε ο αρχοντοχωριατισμός της καλής δημοσιογράφου! Και ερωτώ, αν είναι να το γράφετε λατινικά, δεν μπορείτε να το γράφετε σωστά; Όπως λέει και το ανέκδοτο με τη δραμαμίνη, αφού σας ζαλίζει γιατί επιμένετε; Και τελικά, ποιο όφελος αποκομίζει ο αναγνώστης από τη λατινική και λαθεμένη γραφή. Αν δεν ξέρει γαλλικά, θα υποθέσει ότι η λέξη αυτή προφέρεται, πώς άραγε; Τσομελιέρ; Τσομέλιερ; Αν πάλι ξέρει γαλλικά αλλά δεν ξέρει τη γαλλική γραφή του σομελιέ, θα υποθέσει ότι προφέρεται με το σίγμα παχύ, σαν που τα πρόφερνε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μονά-ζυγά χαμένος ο αναγνώστης. Ενώ με το ελληνικό «σομελιέ» κανένα περιθώριο παραπλάνησης του αναγνώστη δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει όμως και ευκαιρία να επιδείξουμε την (έστω και γιαλαντζί) γαλλομάθειά μας, δυστυχώς. Οπότε, chomelier!

 

 

 

Υ.Γ.

Είπα πιο πάνω ότι η λέξη σομελιέ έχει σχεδόν πολιτογραφηθεί στα ελληνικά, διότι είναι εκατοντάδες οι ανευρέσεις της. Ωστόσο, αν το πάμε ετυμολογικά, η λέξη δεν είναι απλώς δάνειο από τα γαλλικά, αλλά είναι αντιδάνειο. Η γαλλική λέξη sommelier έλκει την καταγωγή από το λατινικό sagmarius, και αυτή από το ελληνικό σάγμα, το σαμάρι. Ένα είδος μουλαρά (με το συμπάθιο) ήταν στο Μεσαίωνα ο πρόγονος του σομελιέ και ύστερα η λέξη σήμαινε τον αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τις αποσκευές στα βασιλικά ταξίδια, αργότερα τον αποθηκάριο που ήταν υπεύθυνος για τα λινά και τις προμήθειες, και μετά τον αξιωματικό που έστρωνε το τραπέζι και διάλεγε το κρασί στα βασιλικά γεύματα. Μια άλλη αντιδάνεια λέξη από την ίδια ρίζα, πολύ κοινή παλιότερα, είναι ο σομιές (ή σουμιές) του κρεβατιού.

 

 

 

 

Επιστροφή στο Κοτσανολόγιο